- κατάπτωσις
- κατάπτωσιςfallfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπτώσει — κατάπτωσις fall fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπτώσεϊ , κατάπτωσις fall fem dat sg (epic) κατάπτωσις fall fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτώσεις — κατάπτωσις fall fem nom/voc pl (attic epic) κατάπτωσις fall fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτώσεσι — κατάπτωσις fall fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτώσεσιν — κατάπτωσις fall fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτώσης — κατάπτωσις fall fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτώσιος — κατάπτωσις fall fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
падение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. πτῶμα) падаль, падшее тело, труп; (κατάπτωσις) падение … Словарь церковнославянского языка
κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… … Dictionary of Greek
καταπτώσεως — καταπτώσεω̆ς , κατάπτωσις fall fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπτωσιν — καθάπτω fasten pres subj act 3rd pl (ionic) κατάπτωσις fall fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)